Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

του μίλησα με το

  • 1 κακό

    [ν] τό
    1) зло;

    θέλω το κακόжелать зла (кому-л.);

    κάνω κακό — причинять зло;

    χρησιμοποιώ γιά το κακό — употреблять во зло;

    2) убыток, ущерб, вред;

    κακό δεν κάνει — вреда не будет;

    3) беда, несчастье;

    μας βρήκε μεγάλο κακό — нас постигла большая беда;

    έγινε μεγάλο κακ — приключилась большая беда, случилось большое несчастье;

    4) злоба, злость; досада;

    σκάζω από το κακό μου — лопаться от злости;

    απ' το κακό μου — с досады;

    με το κακό — со злостью, враждебно; — строго; — грубо;

    του μίλησα με το κακό — я строго с ним поговорил;

    όχι με το κακ, αλλά με το καλό — по-хорошему, добром, а не враждебно (поговорить, обойтись);

    5):

    καί κακό — очень много;

    κόσμος και κακό — очень много народу;

    σταφύλια και κακό — очень много винограда;

    § η ρίζα τού κακού — корень зла;

    βάζω κακό στο ( — или με τό) νού μου — подозревать недоброе, иметь плохое предчувствие;

    τόχω ( — или τώχω) σε κακό — это не к добру;

    του κάκου — или του κακού — напрасно, тщетно;

    σε βρήκε ( — или σοΰρθε) ένα κακό περίμενε κι' άλλο — погов, пришла беда — отворяй ворота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακό

  • 2 με

    I (тж. με) αντων. αιτιατ. от εγώ
    με2
    II ηρόθ. με αίτιατ.
    1) (при обознач, совместности, связи, совместного действия) с: ήρθε ο Μάης με τα λουλούδια пришёл май с цветами; ο πόλεμος με τούς γερμανοφασίστες война с немецкими фашистами; τάβαλα με όλους я поссорился со всеми; είμαι με το μέρος σου я на твоей стороне; με ποιόν μιλούσες; с кем ты разговаривал?; 2) (про, обознач, объекта действия, занятия, состояния или отношения): έχω μανία με το κυνήγι у меня страсть к охоте; ασχολείται με την κηπουρική он занимается садоводством; έτσι συνέβηκε και με μένα то же самое случилось и со мной; είμαι πολύ στενοχωρημένος με την αρρώστια τού παιδιού я очень озабочен болезнью ребёнка; 3) (при обознач, смежности, близости): χέρι με χέρι рука об руку; πρόσωπο με πρόσωπο лицом к лицу; μάχη στήθος με στήθος рукопашная (битва); καθόμαστε πόρτα με πόρτα мы живём дверь в дверь; φιλούμαστε στόμα με στόμα (или χείλη με χείλη) целоваться в уста; 4) (при обознач, времени, срока) с; με τον ήλιο с восходом солнца; με την αυγή с зарёй; την αυγή με τη δροσούλα по утренней росе; με το χάραμα с рассветом, на рассвете; με τα σταφύλια когда поспеет виноград; με τα πρωτοβρόχια с первыми дождями; με την επιστροφή μου после моего возвращения; ώρα με την ώρα с каждым часом, час от часу; μέρα με τη μέρα изо дня в день; с каждым днём; день ото дня; χρόνο με το χρόνο с каждым годом; из года в год, год от года; δέκα με δεκάμιση от десяти до половины одиннадцатого; τό πρωί οχτώ με δέκα утром от восьми до десяти; με τρία χρόνια по истечении трёх лет, через три года; 5) знач вопреки, несмотря на): μ' όλα ταύτα несмотря на всё это, при всём этом; μ' όλην την βροχή несмотря на дождь; 6) (при обознач, характера, образа действия) с; με τη βία силой; με τη βιάση в спешке; με την αράδα или με τη σειρά по очереди; με χίλια βάσανα с большим трудом; με δάκρυα στα μάτια со слезами на глазах; με γέλια со смехом, смеясь; με κλάματα с плачем, плача; με όρεξη с аппетитом; με την καρδιά μου с удовольствием, охотно; με χαρά с радостью; μ' όλη μου την καρδιά от всего сердца; γέλασα με όλη μου την καρδιά я посмеялся от души; με πρόσκληση по приглашению; με συνοδεία а) под аккомпанемент; б) под конвоем; καμωμένο με γούστο сделано со вкусом; με το κομμάτι а) поштучно; б) сдельно; πουλώ με έκπτωση продавать со скидкой; πουλώ με το μέτρο продавать на метрьг, πουλώ με κέρδος (με ζημία) продавить с выгодой (в убыток); με την πρόφαση под предлогом, под видом; με το στανιό а) вынужденно, по принуждению; б) с натяжкой, с трудом; με τον ιδρωτα μου βγάζω το ψωμί μου в поте лица добывать свой хлеб; καί μ'αύτόν τον τρόπο тем самым; του μίλησα με το καλό (με το άγριο) я с ним разговаривал вежливо (грубо); τον είδε με υποψία он с подозрением отнёсся к нему; 7) (при обознач, средства, орудия действия): γράφω με στυλό писать авторучкой; με τα μάτια μου или με τα ίδια μου τα μάτια своими собственными глазами; δεν καταφέρνεις τίποτα με τα κλάματα слезами ничего не добьёшься; τό λογάριασα με το μάτι я прикинул это на глаз; ήρθαμε με τα πόδια мы пришли пешком; έφυγε με το αεροπλάνο он улетел самолётом; με τί λεφτά ήρθες; на какие деньги ты приехал?; 8) (при обознач, материала, из которого сделан предмет): ψωμί με πατατάλευρο хлеб с картофельной мукой; σπίτι χτισμένο με τούβλα дом построен из кирпича; 9) (при обознач, цены, стоимости); τό αγόρασα με είκοσι δραχμές я купил это за двадцать драхм; 10) знач имеющий что-л., обладающий чём-л. или содержащий что-л.) с; άνθρωπος με μυαλό человек с умом; άνθρωπος με περιουσία состоятельный человек; έργο με αξιώσεις выдающееся произведение; νύφη με προίκα невеста с приданым; άνθρωπος με δέκα παιδιά человек, имеющий десять детей; σπίτι με τρία πατώματα дом в три этажа; βιβλίο με εικόνες книга с картинками; τετράδιο με χαράκια тетрадь в линеечку; καφέ με γάλα кофе с молоком; μποτίλια με λάδι бутылка с маслом; 11) (при обознач, предмета, который носят или надевают): τό κορίτσι με τα μαύρα девушка в чёрном; ένας κύριος με γυαλιά человек в очках; 12) (при обознач, обстоятемств, окружающей обстановки): με το φεγγάρι при луне; με τη λάμπα при лампе; με το κρύο в холод; ταξιδεύω με φουσκρθαλασσιά, με δυνατό άνεμο путешествовать в шторм, при сильном ветре; πηγαίνω με ούριο άνεμο идти по ветру (о судне); ξημερωθήκαμε με χιόνι когда мы проснулись, был снег; με τέτοιον καιρό κάθομαι σπίτι в такую погоду я сижу дома; 13) (при обознач, размера): ένας διάδρομος τρία με πέντε коридор размером три на пять; 14) (при обознач, условия, соглашения, договорённости): με το μεροκάματο подённо; με μισθό τρείς χιλιάδες с окладом в три тысячи драхм; με μεγάλο τόκο под большой процент; δανείζω χρήματα με δέκα τα εκατό давать взаймы деньги под десять процентов; νοικιάζω δωμάτια με το μήνα (με το χρόνο) сдавать комнаты помесячно (на год); 15) (при обознач, замены): αλλάζω λίρες με δραχμές менять фунты на драхмы; § με σκοπό с целью; με την ηλικία с возрастом; με τον καιρό или με χρόνους με καιρούς со временем; με την ώρα вовремя; με το καλό να πας (να γυρίσεις) счастливо доехать (вернуться); με τρόπο а) искусно, умело, ловко; б) осторожно, намёками; με λίγα λόγια а) одним словом; б) коротко, без лишних слов; με τί δικαίωμα; по какому праву?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > με

  • 3 πίκα

    η
    1) злопамятность; ненависть; злость;

    τον ( — или τού) έχω πίκα — я на него зол;

    του μίλησα με πίκα — я очень резко с ним поговорил;

    2) упрямство;

    από πίκα το κάνω — делать наперекор, назло;

    γιά πίκα — назло;

    3) карт, пики;
    4) см. πείραγμα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίκα

См. также в других словарях:

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι …   Dictionary of Greek

  • χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… …   Dictionary of Greek

  • στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • ξεδοντιάζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου 2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι (για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε») 3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας… …   Dictionary of Greek

  • καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»